- ερατύω
- ἐρατύω (Α)ερητύω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐρατύω — ἐρᾱτύω , ἐρητύω restrain pres subj act 1st sg (doric) ἐρᾱτύω , ἐρητύω restrain pres ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ερητύω — ἐρητύω και δωρ. ἐρατύω (Α) 1. αναστέλλω, αναχαιτίζω, συγκρατώ, καταπνίγω 2. κρατώ μακριά, απομακρύνω από κάτι, αποτρέπω 3. (με απρμφ.) εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πιθ. από κάποιο ουσ. σε τυς (* ερη τυς)] … Dictionary of Greek